- φυγοστρατία
- η уклонение от военной службы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυγοστρατία — η, Ν η αποφυγή τών στρατιωτικών υποχρεώσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγόστρατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φυγοστρατία — η το να είναι κανείς φυγόστρατος (λιποτάχτης ή ανυπόταχτος), η αποφυγή των στρατιωτικών υποχρεώσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)